προκυονίδες

προκυονίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών τών ΗΠΑ και τών Ιμαλαΐων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. procyonidae (< Procyon < Προκύων + -idae)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”